- πρωτονιομετρία
- και πρωτομετρία, η, Νχημ. (στην αναλυτική χημεία) το σύνολο τών τεχνικών ογκομετρικού ποσοτικού προσδιορισμού, που έχουν ως βάση μια αντίδραση εξουδετέρωσης ενός οξέος από μια βάση, κατά την οποία πραγματοποιείται ανταλλαγή πρωτονίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. protometrie (< πρωτόνιο* + -μετρία*)].
Dictionary of Greek. 2013.